Ήταν κάποτε ένα παιδί
απομονωμένο, με κάποιες ιδιαιτερότητες χαρακτήρα που είχε, και δεν το έπαιζαν
τα άλλα παιδιά. Πάντα μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του!
Η μάνα δεν άντεχε την
γκρίνια του και την μιζέρια του κι αποφάσισε να του φέρει ο ΄»Αγιος Βασίλης»
ένα παιχνίδι καινούργιο, ομαδικό, που ήταν ο πόθος πολλών άλλων παιδιών. Έτσι
ώστε να βρεί κι αυτή λίγο χρόνο για τον εαυτό της και να δει το βλαστάρι της να
χαμογελά όντας μέρος ενός συνόλου.
Το παιδάκι όταν άνοιξε το
πακέτο του την Πρωτοχρονιά άφησε ένα δάκρυ ενθουσιασμού, ανακούφισης κι
ευγνωμοσύνης να κυλήσει στο ωχρό του μάγουλου.
Αγκάλιασε την μάνα και
την χιλιοευχαρίστησε με την υπόσχεση ότι θα ήταν ένα παιδί τύπος και
υπογραμμός.
‘Όταν τα παιδιά στο
σχολείο έμαθαν για το πολυπόθητο παιχνίδι που είχε στην κατοχή του, άρχισαν να
το καλούν σε πάρτυ, σε όμάδες και να γίνονται φίλοι του. Αρχισαν να
μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους, που έγινε ένας τόπος χαράς και παιδικού γέλιου.
Όμως μερικά παιδάκια δεν
ήταν και τόσο υπάκουα. Κάποια ήταν αντιδραστικά. Κάποια τσαπατσούλικα, κάποια
εριστικά, κάποια βρωμιάρικα με αποτέλεσμα να διαταραχθεί το ιδανικό, καθαρό,
ήσυχο σπίτι που ήθελε η μάνα.
Κάποια στιγμή μέσα στην
απελπισία της πήρε το παιχνίδι και το πέταξε στα σκουπίδια !
Όταν επέστρεψε το παιδί
από το σχολείο με παρέα φίλων για να παίξουν λίγο και μετά να πάει το καθένα
στο σπίτι του, το παιχνίδι δεν υπήρχε πουθενά!
Ρωτώντας την μάνα του,
που είναι το παιχνίδι του, αποσβωλώθηκε από την απάντησή της ότι το πέταξε
γιατί δεν άντεχε άλλο την φασαρία και την βρωμιά μέσα στο σπίτι της.
Κι εκει ήταν που η
παιδική καρδούλα έσπασε σε χίλια κομμάτια και πήρε την θέση της σακατεμένη μέσα
στα σκουπίδια επίσης.
Ξαναγύρισε στο δωμάτιό
του κι έσφιξε τα δόντια. Με μια υπόσχεση στον εαυτό του.
Ποτέ μα ποτέ δεν θα
εμπιστευόταν ότι του πρόσφερε η μητέρα του που θα του άρεσε και θα του έκανε
πιο εύκολη την ζωή.
Γιατί με τον ίδιο τρόπο
θα μπορούσε να το ξαναπετάξει στα σκουπίδια!